ασφυκτιώ

ασφυκτιώ
[асфиктио] р. (αμτβ.) задыхаться.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασφυκτιώ" в других словарях:

  • ασφυκτιώ — βλ. πίν. 60 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασφυκτιώ — 1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου 2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»