ασφυκτιώ — βλ. πίν. 60 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασφυκτιώ — 1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου 2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek